ἔσκαψα

ἔσκαψα
σκάπτω
dig
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κάφτω — καίω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έκαψα τού καίω (κατά το σχήμα έραψα: ράφτω, έσκαψα: σκάφτω] …   Dictionary of Greek

  • σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» …   Dictionary of Greek

  • έρεψα — (κατά το έσκαψα βλ. πίν. 7 , αόρ. του ρ. ρέβω, που δε χρησιμοποιείται) → δες σημείωση για ρ. ρέβω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκάβω — σκάβω, έσκαψα βλ. πίν. 7 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκάβω — και σκάφτω έσκαψα, σκάφτηκα, σκαμμένος 1. διανοίγω τη γη με τη σκαπάνη: Έσκαψε τον κήπο του για να φυτέψει λαχανικά. 2. φρ., «Σκάβω το λάκκο μου», καταστρέφομαι μόνος μου. 3. σκαλίζω λίθο ή μάρμαρο: Έσκαψε το μάρμαρο με τη σμίλη για να του δώσει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”